θύμιον

θύμιον
θύμιον, τὸ (ΑΜ)
μσν.
ενθύμιο
αρχ.
1. σμῑλαξ*, το δένδρο δρυς
2. μεγάλη ακροχορδόνα, κρεατοελιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με την αρχ. σημασία < θύμον. Με τη μσν. < εν-θύμιον, ουσιαστικοποιημένο ουδ. τού επιθ. εν-θύμιος (< εν + θυμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θύμιον — large wart neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμίοις — θύμιον large wart neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύμια — θύμιον large wart neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύμον — θύμον, τὸ και θύμος, ὁ (Α) 1. το φυτό θύμος, το θυμάρι, η θυμαριά, το χαμοδρούμπι 2. θαλάσσιο φυτό 3. μίγμα από θυμάρι, μέλι και ξίδι που συνήθιζαν να τρώνε οι φτωχοί Αθηναίοι 4. (κατά τον Ησύχ.) «θύμον τὸ σκόροδον». [ΕΤΥΜΟΛ. < θύω (I) με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”